συνεκπικραίνομαι

συνεκπικραίνομαι
Α
πικραίνομαι ή εξοργίζομαι μαζί με κάποιον («συνεκπικραίνεσθαι τοῑς ἐκείνων πάθεσι καὶ νοσήμασι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκπικραίνομαι «πικραίνομαι, στενοχωριέμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”